«Η θεωρία των 2 Κέντρων»
Η προεκλογική Μελόνι διαισθανόμενη ότι η πρότερη αυτοτοποθέτησή της στο ιδεολογικό κάδρο των Torries ίσως να μην την προφύλασσε από τα ακονισμένα βέλη μιας οργισμένης Αριστεράς, διακήρυξε δια στενού συνεργάτη της λίγο πριν τις κάλπες του Σεπτεμβρίου του 2022 πως ο συνασπισμός FDI-LEGA-FI «είναι το πραγματικό Κέντρο». Μια Αδριατική νοτιοανατολικότερα, το Κέντρο και οι κεντρώοι έχουν γίνει μήλα της Έριδος για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ιδίως στις διπλές βουλευτικές εκλογές Μαϊου-Ιουνίου αλλά και μετά το πέρας αυτών. Πολιτικοί, θεωρητικοί, δημοσιογράφοι και καφενόβιοι «γνώστες» μιλούν για την «κυριαρχία Μητσοτάκη στον κεντρώο χώρο» (ενα, στην πραγματικότητα, αντιπολιτικό ξεσκέλωμα της καραμανλικής «στρατηγικής του μεσαίου χώρου» που αποψιλώνει και αποξενώνει, επιθετικά πια, τον παραδοσιακό υποστηρικτή του τριπτύχου, όπως έδειξαν οι ευρωεκλογές), για το αποτυχημένο «αμφίπλευρο άνοιγμα» και «το δίλημμα που πρέπει να τίθεται και στους κεντρώους-κεντροδεξιούς» από τον Τσίπρα όσο και για την πασοκική στασιμότητα στο εν λόγω θρυλούμενο κοινό. Πιο πρόσφατο και ζωηρό εγχώριο στοιχείο το οποίο συμβάλλει στην γρανίτωση της «επι-κέντρωσης» είναι τα εκατό άρθρα και οι χίλιες προσκλήσεις και δηλώσεις στελεχών ενός ευρύτατου ροζοπρασινοκόκκινου πεδίου περί κάποιου ποθούμενου μετώπου, μιας «αναγκαίας μεγάλης Κεντροαριστεράς» χωρίς όμως να σημειώνεται κάποια προσεγγιστική κίνηση ουσίας από τον Κασσελάκη, τον Ανδρουλάκη ή τον Χαρίτση.
Ταυτοχρόνως η μακρονική Γαλλια, παρότι είναι ξεκάθαρο πως τα ιστορικά ρολόγια μετρούν πλέον αντίστροφα, στέκει ακόμα, με τον πρόεδρό της να κατορθώνει ακροβατικά να «συνενώνει την ελίτ της Δεξιάς και την ελίτ της Αριστεράς» (Γκιλλουί) επί μια επταετία υπό μια διακηρυγμένη και βερνικωμένη κεντρώα σημαία και (φυσικά) υπό το φόβητρο του ορμητικού λεπενικού εθνικισμού των περιθωριοποιημένων° περισσότερο τραβώντας διαφορετικά τμήματα του γαλλικού λαού προς ασυγκεκριμενοποίητα και «λιγότερο κακά» σύννεφα παρά σκύβοντας με ενεργόφιλη και συνθετική διάθεση πάνω από τις ιδιαιτερότητες και τα θέλω τους. Παρατηρούμε λοιπόν πως ένας ημιφετιχισμένος «κεντρώος» έχει γίνει το κύριο, το χρυσωμένο ζητούμενο για όποιον επιχειρεί να κατακτήσει την κοινοβουλευτική εξουσία στη Γηραιά Ήπειρο του καιρού μας. Φοριέται ως διανοικτική και ενισχυτική μπέρτα στους λαιμούς επίδοξων κυβερνώντων και πολιτικών δυνάμεων που εάν κριθούν εκ της κρυστάλλινης ιδεολογικής τους αφετηρίας (Εθνικισμός-Νεοφιλελευθερισμός-Ριζοσπαστική Αριστερά) θα πρέπει να τραβούν τα σπαθιά από τις θήκες κάθε φορά που τα βλέμματα εκπροσώπων τους διασταυρώνονται.
Το Κέντρο προσδιορίζει ή (ετερο)προσδιορίζεται ; Είναι γεννήτορας πρότασης και πολιτικής πρωτοτυπίας ή ο ρόλος του είναι να κουβαλάει το νερό και τα χρειαζούμενα αναλγητικά για τους τοκετούς των άλλων, γόνιμων εστιών αυτού που ακόμα ονομάζουμε πολιτικό φάσμα ; Αν πάρουμε ως πρώτο επεξηγηματικό μίτο τον (εύσχημα ευρύχωρο) αριστερό δημοκρατη Νομπέρτο Μπομπιο, το καθοριστικό στοιχείο που δημιουργεί τις κατηγορίες του αριστερού και του δεξιού είναι η ερμηνεία των (υλικο-οικονομικών) ανισοτήτων και η στάση μιας πολιτικής πλευράς, αλλά και του ενός μόνο πολιτικοποιημένου, απέναντί τους. Η Αριστερά-Κεντροαριστερά είναι φιλελεύθερα εξισωτική κι επιδιώκει την δίκαιη περιστολή τους (και το «άκρο» της είναι αντιφιλελεύθερα εξισωτικό). Η Δεξιά- Κεντροδεξιά είναι θεμελιωδώς ιεραρχική και φιλελεύθερα ανισωτική (και το «άκρο» της είναι αντιφιλελεύθερα ιεραρχικό-ανισωτικό). Ο Ντομινίκ Βενέρ από την εθνοεπαναστατική δικιά του γωνία, χάραξε την αριστεροδεξιά διάκριση σε ένα πιο πνευματικό επίπεδο. Το αριστερό και το δεξιό κατ’αυτόν νοήθηκαν ως αντίρροπες θεωρήσεις για τη θέση του ανθρώπου στην ροή της ιστορίας, αναδυθείσες κατά την σεισμοκρουσία της εκδήλωσης και εδραίωσης του νεωτερικού κόσμου, ενδοευρωπαϊκά στην αρχή και πλανητικά στη συνέχεια. Ο βενερικός δεξιός είναι εκείνος ο οποίος αναγνωρίζει ότι τον καθορίζουν ορισμένες ιστορικοκοινωνικές ρίζες, είναι συνεχιστής μιας σωρευμένης, νοηματοδοτικής κληρονομιάς με τις αξίες που προκύπτουν από αυτήν να τον χωροκατακτούν και να υπερβαίνουν την μοναδικότητα του. Γίνονται εφόδια και βάσεις για τον βηματισμό του μπροστά στην καταγίδα των δυσκολιών και των συγχύσεων του σύγχρονου κοσμου. Αντίθετα ο ορισμός του αριστερού (στον οποίο εμπεριέχονται σαφώς οι πρωτοφιλελεύθεροι, οι λοκιανογενείς υπέρμαχοι και απόγονοι της tabula rasa) ξεκινάει ακριβώς από την πολιτικά μορφοποιημένη άρνηση των εν λόγω αξιωμάτων, με τον άνθρωπο να εισέρχεται «προαυτονομημένος» στην ιστορική σκηνή° αρχικά με το φιλελεύθερο (ατομικού μεγέθους) δικαίωμα αποκοπής από την κοινότητα και έπειτα (στην κομμουνιστική και στην αναρχική φιλοσοφία πάσης αποχρώσεως), με την κινητοποιημένη μάζα. Στην πρώτη θεώρηση το κεντρώο+ αναφέρεται και υπολογίζεται μόνο ως μετρητής και ξεκαθαριστής των εντασιακών επιπέδων εκδήλωσης του δεξιού ή του αριστερού ορισμού, ενώ στην δεύτερη δεν εντοπίζεται η παραμικρή αναφορά σε αντιληπτικό-ιδεολογικό «Κέντρο», είτε με αυτόφωτη είτε με βοηθητική υπόσταση.
Σκαλίζοντας αριστοτελικά, το Κέντρο, με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, προσιδιάζει περισσότερο στο Μη Ον με το θρυψαλιασμένο δυνάμει να μισανασαίνει στα βάθη του. Έτσι οι κεντρώες επιλογές φύονται σαν βρύα που τα ποτίζει η σταγόνα που ξεφεύγει, πάνω στις αυτοχειρικές πληγές που φέρνει η εκτύλιξη πολιτικής υπερφιλοδοξίας και στις ρωγμές που προκαλούν οι σωρευτικές (και όχι οι ελλειψιακές) δονήσεις των δεξιών ή αριστερών κυβερν-όντων. Άλλωστε αν ανατρέξουμε στην χωροτοπική όσο κι ιστορική μήτρα του πολιτικού φάσματος, την Γαλλική Επανάσταση, οι καταστάσεις και η φορά των γενετικών διακλαδώσεων είναι σαφείς. Οι (βικιπαιδειακά κεντροδεξιοί) Γιρονδίνοι όσο και οι (βικιπαιδειακά κεντρώοι) Θερμιδοριανοί, οι οποίοι προέκυψαν ως φρενάρισμα αντίδρασης στα εξαψήφια κομμένα κεφάλια της Τρομοκρατίας, μόλις το 1794, ήταν διασπάσεις των («αριστερών») ριζοσπαστών Ιακωβίνων και όχι γεννήματα εκείνων που στις 9 Ιουλίου του 1789 κάθονταν στα κεντρικά καθίσματα της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης παρότι αποτελούσαν αριθμητικά την πλειοψηφία εκείνη τη χρονική στιγμή.
Ο σφυρηλατημένος σε πολιτικές πλητρολογιομαχίες μητσοτακικός μεταρυθμιστής (και παλιός κράχτης του «σεισμού σεισμού εκσυγχρονισμού») μάλλον θα μου αντιπαραθέσει την ιστορική εμφάνιση της Ένωσης Κέντρου (ούσα πολιτική κοιτίδα του πατρός του ειδώλου του, με τους σχετικούς φακέλους ακόμα σφραγισμένους) και την κυβερνητική της θητεία. Θα μπορούσα να εξέλθω γρήγορα από την αρένα με το να επιφορτίσω νοηματικά και αιτιακά κατά αποκλειστικότητα την κατάσταση εξαίρεσης που δημιουργούσε ο προηγηθείς Εμφύλιος και η κατά Νικολακόπουλο «Καχεκτική Δημοκρατία» του παρασυντάγματος και της εκτεταμένης παρασκηνιακής δραστηριοποίησης κομμουνιστικών και αντικομμουνιστικών οργανώσεων στην επικράτεια, εντός των σκληρότερων ψυχροπολεμικών δεκαετιών° ειδικά εάν την συναρτήσουμε με την εξανεμιστική τροχιά που έλαβαν οι «Νέες Δυνάμεις» αυτού του κόμματος στις συνθήκες και τις προσδοκίες της μεταπολιτευτικής «νεοομαλότητας», δηλαδή στην πτωτική κοινοβουλευτική τους επίδοση ανάμεσα στο 1974 και στο 1981. Είναι όμως αλήθεια πως κάτω από μεγάλες πιέσεις των 60’s πλάστηκε μια θετική πολιτική πρόταση από την Ενωση Κέντρου : η κοινωνικοοικονομική αναβάθμιση των φιλόμοχθων λαϊκών μαζών μέσω της ένταξης τους σε αναβαθμισμένους δημόσιους θεσμούς, που δεν ήταν πρόθυμος να πραγματοποιήσει ο μακρονησιακός εθνοδυτικισμός, αλλά φυσικά με τρόπο και αναφορές που δεν θα ομοίαζαν ούτε στην πρακτική και την φιλοσοφία των χωρών του Ανατολικού Μπλοκ. Αυτό το γέννημα των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων επέδειξε αφενός ευρυχωρία με το να απορροφήσει επιτυχημένα τόσο αντικαραμανλικούς συντηρητικούς (Στεφανόπουλος, Τουρκοβασίλης) όσο και εαμογενή πρόσωπα (Τσιριμώκος) μέσα στον μεστωμένο αλλά τότε χαρισματικά-ηγετικά αποκεφαλισμένο ύστερο βενιζελισμό. Αφετέρου οι (ατομικές και κομματικές) συνιστώσες αυτού στάθηκαν βεβαίως ιδιαίτερα ευεπίφορες στις ανακτορικές ραβδιές, στη σαλαμοποίηση και στον χρηματισμό, αρκετά περισσότερο από όσο θα τους επέτρεπε η υποτιθέμενη κεντρώα ανώτερη σωφροσύνη, για την οποία και τους επιστρατεύει ο μητσοτακικός μας.
Αφού λοιπόν και η υλιστική και η ιδεοκεντρική απόπειρα επεξήγησης αυτού (επαναλαμβάνω σκοπίμως) που ακόμα ονομάζουμε πολιτικό φάσμα δεν δείχνουν να αναγνωρίζουν χώρο λάμψης για το Κέντρο και αφού η πανδαμάτειρα Ιστορία του τον δίνει μονάχα σε διαρκειακά μειοψηφικά κομμάτια της, δεν μένει άλλη μορφή για την επίδραση και την παρουσία του στις ζωντανές εποχές από εκείνη του ιδεολογικοπολιτικού φαντάσματος. Ένα φάντασμα που (φυσικά) δεν θα παραδεχόταν ποτέ αυτή του την υπόσταση και που δεν πλανάται ακριβώς πάνω από την Ευρώπη μα καθιστά διάστικτα της ακαλούπωτης (ως φαντασματικής που είναι) επίδρασής του την πλειονότητα των κομμάτων που επιχείρησαν να σμηλέψουν πλειοψηφίες και να κρατήσουν το χαλινάρι του κυβερνητισμού. Οι τάφοι από τους οποίους μπορούμε να υποστηρίξουμε πως «αναδύθηκε» το φάντασμα άνηκαν ασφαλώς στους στρατιώτες και τους πολίτες των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων που έχασαν τη ζωή τους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς οι περισσότεροι να μπορούσαν να προμαντέψουν το μέλλον που θα στηνόταν από πάνω τους. Ήταν ο αποκλειθείς νεοκεϋνσιανισμός, που απλώθηκε στα κύτταρα των πλευρών του «Ιστορικού Συμβιβασμού» (κυρίως Συντηρητικών-Εργατικών στη Βρετανία και Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών στην Γερμανία) όταν τα κράτη εφαρμογής του χωρίζονταν από τον «Κεντρικό Σχεδιασμό» με συρματόπλεγμα και απασφαλισμένες κάνες συνοριοφυλάκων. Χρειαζόταν η από κοινού υπόσχεση της αναπτυξιακής, ανελικτικής φλόγας για τον ημιρημαγμένο δυτικοευρωπαίο για να υπάρξουν οι βάσεις προκειμένου εκείνος να ξανακοιτάξει ψηλά, αλλά και να μην κοιτάξει ανατολικά. Βέβαια στο ανεπαρκές (και συχνά εκλαμβανόμενο ως υποκριτικό και εμπαικτικό) χαχάνισμα του φαντάσματος γεννήθηκε τότε μια (όχι σπάνια φονική ή φιλοφονική) πύκνωση σημαιών των ιδεολογικοποιημένων πλευρών, από την Groupe Union Défense μέχρι την Lotta Continua κι από την Action-Directe ως την Ordine Nuovo. Μια ολόκληρη γενιά βάλθηκε δυναμικά να «διευρύνει» τη διαπίστωση του Βαλερύ περί ακραίων και μεσαίων.
Μέχρι τα μέσα του ’80 το νεανικό αίμα των δύο ερμηνειών του μαυροκόκκινου (που συχνά είχαν διαπεράσει σε διαφορετικούς χρόνους τον ίδιο άνθρωπο με τρανότερο παράδειγμα τον, οργανωμένο εθνικιστή στη φοιτητική του ηλικία, μέλλοντα συνιδρυτή των Ερυθρών Ταξιαρχιών, Ρενάτο Κούρτσιο) είχε πλέον ξεραθεί σε τσιμεντένιες πλάκιες και έδρανα αμφιθεάτρων. Συγχρόνως κοσμογονούταν η νεοφιλελευθεροποίηση (δηλαδή η πραγματική και πνευματική αποδοχή της οικονομικής ενδεχομενικότητας ως φυσικής) μιας «Δεξιάς», η οποία ήδη λόγω γεωπολιτικών αντικειμενικοτήτων (ανταγωνισμός με ένα αντίπαλο Μπλοκ) και της ανάγκης απάντησης στα διάφορα Λαϊκά Μέτωπα των εσωτερικών εκλογών είχε δεχτεί την καπιταλιστική πρωτοκαθεδρία, εν μέρει τον αστικό ανθρωπότυπο και εν πάσει περιπτώσει απομακρυνόταν δεκαετία τη δεκαετία από την αντιπλουτοκρατική κι αντιαλλοτριωτική παρακαταθήκη των κηρυγμάτων ενός Μπονάλντ. Οι δικαιωματιστικές, αυτοαποδεσμευτικές (βενερικά αριστερές, με έναν λόγο) δυνάμεις που έθρεψαν η Σορβόνη και η Ναντέρ άρχισαν να παραγάγουν ψυχή τε και σώματι (στην κυριολεξία) τον «άνθρωπο-επιχείρηση», την αντιληπτική μετεκένωση της εμποροκαταναλωτικής «ελεύθερης επιλογής» στα πεδία του σώματος και (γενικά) της εαυτικής ταυτότητας (αυτό που ο Καραμπελιάς αποκάλεσαι εύστοχα «επιτρεπτικό καπιταλισμό») παρέχοντας την πειστική εξωτερική μορφή που είχε ανάγκη το φάντασμα ώστε η ύπουλη αντιστροφή των υποστάσεων να άρχιζε. Η κοινωνικά νικητήρια μερίδα των τότε καταληψιών που έγινε πρωτοποριακό-οργανικό στοιχείο του επόμενης μορφής καθεστώτος «δεν ασκούσε τόσο κριτική στον καπιταλισμό όσο στην εξουσία σε όλες τις μορφές. Επιθυμούσε την ανεκτικότητα ενώ οι άλλοι τάσσονταν υπέρ του αγώνα. Έτσι είναι λογικό το ότι οι εκπρόσωποί της διαπίστωσαν πολύ σύντομα ότι η αστική κοινωνία, της οποίας κατήγγειλάν μόνο τις πιο απαρχαιωμένες μορφές, τους προσέφερε την καλύτερη εγγύηση της «απόλαυσης», όπως οι ίδιοι την καταλάβαιναν, τον ατομικισμό και την κατανάλωση» (Αλαίν Ντε Μπενουά – «Ο σοσιαλισμός πέραν της αριστεράς και της δεξιάς», εκδ. ΕΞΟΔΟΣ σελ. 79). Θεωρητικά απέμεναν μόνο οι περήφανοι κομμουνιστές (κυρίως εντός κομμάτων πια) οι οποίοι στριμωχνώμενοι ή όχι στην αβολότητα της Περεστρόικα έπαιζαν (χωρίς να το αντιλαμβάνονται ιδιαίτερα) την τελευταία σκηνή ενός εβδομηντάχρονου έργου που επικαθόριζε τις ισόχρονες εξελίξεις και στηριζόταν σε ένα γεωπολιτικό εχέγγυο έκτασης μισής υφηλίου. Με την υποστολή της κόκκινης σημαίας όμως, την υπόκλιση θα την κάνει ο Φουκουγιάμα.
Το «τέλος της Ιστορίας» φιλοσοφικά ήταν μια ευελπιστόμενη εγελιανή υπέρβαση των εγελιανογενών σχημάτων ιστορικής τελεολογίας από (νεο)φιλελεύθερη πλευρά. H «τρίτη εποχή του καπιταλισμού» που οριοθέτησαν οι Μπολτανσκί και Σιαπελό, χρηματιστικοποιημένη, υπερκινητική, αποεδαφικοποιητική, ενάντια στην πραγματική παραγωγή δεν σκέπασε απλά τα λείψανα του τέως σοβιετισμού αλλά οικονομοποιούσε την εσωτερική ουσία του επιστητού και επεδίωκε να εγχαράξει τον προαναφερθέντα «άνθρωπο-επιχείρηση» σε κάθε κάτοικο του πλανήτη, προσπερνώντας φιλόδοξα τις γεωιστορικές και εθνοπολιτισμικές του συνιστώσες και ρίζες. Στο επίπεδο των τριγμών στο ήδη λαβωμένο Πολιτικό, η τελειωμένη Ιστορία έδειχνε ξεκάθαρα και αποθρασυμένα πια στις θεωρήσεις κοσμοσυγκρουσιακής και κοσμοδημιουργικής εμβέλειας τον ταφικό λάκο και την φαντασματική, μίζερη περιπλάνηση σε μια Γη που ενώ υπερανοιγόταν για τις εμπορικές και ανθρώπινες ροές (οι οποίες έπλαθαν τα καθαγιασμένα «δίκτυα» της νεγκριανής Αυτοκρατορίας που θα συγγραφεί, με εξίσου πυρετική γλώσσα, περίπου μια δεκαετία μετά το «Τέλος της Ιστορίας» αλλά οπωσδήποτε πριν την 11η Σεπτεμβρίου) αποδεικνυόταν πολύ προοδευτικά στενή για να τις χωρέσει. Το γνώριμο φάντασμα του Κέντρου λοιπόν σαρκώθηκε και ενθαρρύνθηκε σε εκείνο το (πρωτόφαντο, αναμφίβολα) ιστορικό γύρισμα από τη σάρκα υπόστασης που έκλεψε κυνικά από τους μέχρι το προχθές του 1991 ιδεολόγους της Δεξιάς και της Αριστεράς. Όπως επισημαίνει ο Ντούγκιν ο φιλελευθερισμός, οικονομικός και κοινωνικός, μεταϊδελογικοποιείται με ταχύτητα κι έχοντας ξεκινήσει από την Αριστερά της πρώιμης νεωτερικότητας και στη συνέχεια συνενωθεί με τον ουσιακά και εναρξιακά ξένο εθνοσυντηρητισμό για να αντιπαλέψει την κουμπωμένη στολή του Κόκκινου Στρατού, απεκδύθηκε θριαμβευτικά τα εν μέρει του.
Οι παγκόσμιες και εντόπιες κρίσεις δεν μπορούν πια παρά να είναι σωρευτικές κι όχι ελλειψιακές βεβαίως. Οι υπουργοί-διαχειριστές των χαρωπών, αντιιδεολογικών ροών δεν μπορούν παρά να είναι «κεντρώοι», σοβαρεμένοι προσγειωτές του «αντιδραστικού» ιδεολόγου και λελογισμένοι μετριαστές (αλλά όχι κριτές) της νεοφιλελεύθερης, εξαπλωτικής φούριας. Οι κοινωνικές τάξεις, τα έθνη, οι πρόγονοι και κάθε αναφορά που έσπειρε ευρύχωρη ιδεολογική έμπνευση ανήκει στο «χρονοντούλαπο» ενώ οι ελάσσονες, ατομικοί, αντισυλλογικοί ταυτοτισμοί (τα φύλα γίνονται «ρευστά» όπως τα δολάρια της κατάθεσης) συμπληρώνουν την τελειωμένη ιστορία ως καταπραϋτές και first class αποσπαστές ενδιαφέροντος του πόπολου ή μάλλον των συμπλεγματικών, μικροομαδικών αυτοδιαιρέσεων εκείνων που άλλοτε το αποτελούσαν. Η μεθοδική αποξήρανση των ιδεολογικών σπιθών εξ ονόματος του γνωστού και ιδεοληπτικά καθολικού «εκσυγχρονισμού» κατά τις τρεις σπαστές δεκαετίες φουκουγιαμισμού οδήγησε στην καθαγίαση της «θολά ξεκάθαρης» κεντρώας μετριοπάθειας και την παθολογική επίκλησή της ακόμα και από μη κεντρώα πολιτικά κομμάτα που επιδιώκουν να εκλέξουν υπολογίσιμο αριθμό βουλευτών, στα οποία έκανα αναφορά διαπιστωτικά στην αρχή. Οι πολιτικοί σύμβουλοι των κεντρώων τεχνοκρατοδικαιωματιστών που ακόμα κατέχουν τις περισσότερες εξουσιαστικές καρέκλες από την Λευκωσία μέχρι το Ελσίνκι (για να μην μιλήσω για τις θεσμικές θέσεις της καθαυτό ΕΕ) και που διαπαιδαγωγήθηκαν σε ανάλογα ακαδημαϊκά τμήματα διαμορφωμένα από την «ορθολογική επιλογή» και τη «θεωρία του μέσου ψηφοφόρου» (επί της ουσίας την μεταφορά του homo economicus στην συνολική αποτύπωση της πολιτικο-εκλογικής συμπεριφοράς των υποκειμένων, την απόπειρα πλάγιας φυσικοποίησής της), φροντίζουν να κόβουν κάθε στάχυ που μπορεί να εξέχει γέρνοντας προς πραγματική Πολιτική.
Η περιώνυμη «θεωρία των δύο άκρων» για την οποία έχουν ριχτεί στο χαρτί τόσα αντιπαραθετικών χρωμάτων μελάνια, είναι το ατόφιο απόσταγμα της συλλογιστικής τέτοιων μυαλών. Τo τιθέμενο ερώτημα πρέπει να είναι το «γιατί δύο;» θίγοντας το γεγονός ότι δεν μιλάμε για άχρωμη καταδίκη μιας παντός χρώματος πολιτικής βίας μα για το παρουσιαζόμενο σαν βεβαιωμένο από κάπου συμπέρασμα πως μόνο οι δύο ιδεολογικές πλευρές από τις οποίες το Κέντρο εξαιρείται είναι δυνατόν να εκτραπούν στις αιματηρές ακρότητες, μάλλον κάνοντας την «έφοδο στον ουρανό» και τους, μνημονευόμενους ακόμα, εκπορθητές της Βαστίλης να σπυριάσουν αρκετά. Το Κέντρο φτάνει ιεροποιημένο από πριν για να προ-ορίσει το μάκρος της πολιτικής εκδίπλωσης (των άλλων) με την απόρριψη εκείνου ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχείου, να είναι κατά βάση το μέταλλο από το οποίο είναι φτιαγμένο το οριοθετικό κοπίδι που κρατάει. Οι αυτόνομες ιδεολογικές κοίτες πρέπει να χαθούν και η δική του μεταϊστορική στόχευση και ισχύ να γίνουν θετικές. Στο κεντροδεξιό και στο κεντροαριστερό (πρέπει να) γίνει η κεντρώα-μετριαστική συνιστώσα εκείνη που δίνει τον κυρίαρχο, διαμορφωτικό τόνο, εξ ου και οι φθίνουσες αναφορές σε Δεξιά (παρά περισσότερο σε Κεντροδεξιά έναντι Ακροδεξιάς) ή σε Αριστερά (παρά περισσότερο σε Κεντροαριστερά έναντι Ακροαριστεράς). Εάν όντως οι κεντρώοι επιθυμούν την «θετικοποίηση» τους και την υποτιθέμενη έξοδο από το λυκόφως του ετεροπροσδιορισμού, πιστεύω πως με την στρατηγική που επέλεξαν να επιβάλλουν θα έπρεπε καλύτερα να έκαναν λόγο για μια «θεωρία των δύο Κέντρων». Οι στοχασμοί και οι κινήσεις που προσπαθούν να ξεφύγουν από την, περιορισμένη και περιοριστική, νοητική σχοινοβασία μεταξύ δικαιωματισμού και τεχνοκρατικού οικονομισμού των «ροών», πρέπει να απαξιωθούν και να καταστραφούν εν τη γεννέσει τους, μέσω του στιγματισμού με προεξοφλημένες καταλήξεις θεαματικής βιαιότητας που τρομοκρατούν προκαταβολικά τον ψηφοφόρο των κεντρώων.
Οι εθνικιστές πρέπει με ατσάλινη αυτοπεποίθηση να καταδεικνύουμε αυτές τις τρύπες στις σιγουριές των κεντροφιλελεύθερων. Παράλληλα πρέπει και να υπερβούμε τον πήχη της κόκκινης μουρμούρας ως προς τα δύο άκρα, ο τυποποιημένος μηχανισμός της οποίας αφενός μας είναι ενοχλητικά γνώριμος κι αφετέρου τα δεκανίκια με τα οποία ορθοστέκεται δεν υπολείπονται αυτοαναφορικής χιλιαστικότητας σε σχέση με τους ψάλτες του Φουκουγιάμα. Εν ολίγοις κάθε αριστερή απάντηση στα δύο άκρα καταλήγει (περισσότερο ή λιγότερο έντονα) στις θεωρήσεις περί «μακριού χεριού» που στον αιώνα μας δεν πατούν σε καμία πραγματικότητα όσα… εκσυγχρονιστικά remixes και αν αποκτήσουν τα τραγούδια της Δημητριάδου. Οι λόγοι της ανεδαφικότητας τούτων των θεωρήσεων είναι βασικά δύο. Πρώτον η «τελική γεωπολιτική ματιά των πραγμάτων» όπως θα σημείωνε ένας Τίμ Μάρσαλ δηλαδή η απουσία μιας ζώσας Σοβιετικής Ένωσης από τον χάρτη η οποία ενίσχυε κι εργαλειοποιούσε όσο της ήταν δυνατό κάθε ανατρεπτικό σπίθισμα εντός των χωρών που δεν βρίσκονταν στην σφαίρα επιρροής της και άρα η συνεργασία των μη κομμουνιστικών δυνάμεων στο εσωτερικό αυτών (την οποία ανέφερα ήδη) συχνά κρινόταν αναγκαία, κάνοντας τους κομμουνιστές να φέγγουν ως το «περήφανο άλλο άκρο». Δεύτερον (και αυτό δε πρόκειται να το κατανοήσει κανένας σοσιαλιστής που δεν έχει απογαλακτιστεί από τον διεθνισμό) η πολιτισμική-ιδεολογική πλευρά (το «εποικοδόμημα») του επιτρεπτικού καπιταλισμού δεν είναι η αυτοκρατορικο-σοβινιστική λάμψη της εποχής των χαρακωμάτων και της ανόδου των Μπολσεβίκων η οποία απορροφούσε στρατευτικά το υποκείμενο αλλά το αντίστροφο της° η απ-ελευθερωτική διάλυση της ισχυρής συλλογικής ταυτότητας θεωρητικά από το ίδιο το μεθυσμένο από την ηδονοκρατία υποκείμενο, μέσα ακριβώς στην «τελειωμένη ιστορία». Η εθνοκεντρική πολλώ δε μάλλον εθνικιστική συσπείρωση των μαζών (που πράγματι έγινε μερικώς ανεκτή στον μεσοπόλεμο λόγω, λέμε και πάλι, της πραγματικής απειλής που συνιστούσε το σοβιετικό γεωπολιτικό μέγεθος και η εφικτή επιρροή του στις δυτικές μάζες και σε τμήματα της ιντελιγκέντσιας) είναι όχι μόνο μη χρήσιμη μα σημαντικά βλαπτική για τον πλαθούμενο «νέο άνθρωπο» και τις γενικότερες κατευθύνσεις και στοχεύσεις του συγκαιρινού καπιταλισμού. Tαυτόχρονα οι αριστεροί ενώ βγαίνουν από τα ρούχα τους στο άκουσμα του τσουβαλιάσματος δυνάμεων κι ομαδώσεων ανόμιας φανατικότητας με κομμουνιστική αναφορά που πράττει το Κέντρο, ταυτίζονται απόλυτα μεθοδολογικά και συναισθηματικά μαζί του ως προς την επίθεση στην άλλη όχθη και αριστεύουν στην «ακροδεξιοποίηση» κάθε τι μη δικού τους. Από τον (γονυκλινή φιλοεβραίο) Γεωργιάδη έως τους «Ανένταχτους Μαιάνδριους Εθνικιστές» και από την 21η Απριλίου έως τον ανυπότακτο ιερέα που σηκώνει τα κύματα της ποιμνιακής οργής ενάντια στην ισοπέδωση της παγκοσμιοποίησης.
Τελευταία επιγονατίδα του κεντρώου που πρέπει να ραγίσουμε είναι ακριβώς η αναιρεθείσα αρχή του. Είναι το υπόβαθρο ανόδου και ασφάλισης για μια ευμεγέθη μερίδα των πρώην «κολασμένων» που υποσχέθηκε το φάντασμα του Κέντρου και που η μεταψυχροπολεμική άρση του αποτέλεσαι το παρεπόμενο (αν όχι την προμελετημένη κατάληξη) των ανεστραμένων υποστάσεων που ήδη αναλύθηκαν. Κόντρα στην υπεραισιόδοξη βουλγάτα του State Department, από το 2008 άνοιξε ένας κρισιακός κύκλος που μόνο σωρευτικός ή αυτοδιορθούμενος δεν αποδείχθηκε. Στην απότομη οικονομική καθίζηση προστέθηκε σαν δηλητηριώδες κερασάκι και η εντατικοποίηση και συστηματοποίηση των (εθνο)αποδομητικών κραυγών και εκστρατιών. Οι κεντροφιλελεύθεροι, τα γραφεία και τα σπίτια των οποίων παραμένουν καλοδιακοσμημένα και θωρακισμένα, αντέδρασαν με εξωσυγκυριακή, ελιτίστικη απόδραση από την πραγματική ουσία (μέρος της οποίας είναι ακριβώς το παροξυστικό ξεχαρβάλωμα των εθνοαξιακών αποκουμπιών, την σημασία και τη δύναμη των οποίων δεν μπορούν να καταλάβουν) και ξόρκιζαν συνεχώς και ανεξηγήτως «ακραίους» που έφερε στην επιφάνεια η λάβα αντίδρασης στην κρίση. Απέδειξαν στην πλειοψηφία ότι αυτό που μια δημοσιογραφική μερίδα ονοματίζει πλασματικά και κατηγορητικά «ηθικό πλεονέκτημα», περιγράφοντας αυτό ακριβώς το συμπεριφορικό πακέτο, τελικά δεν ήταν μονοκαλλιέργεια των αριστερών.
Aφού λοιπόν η πάλαι ποτέ ευνοημένοι μιας «Pax Moderationis» βλέπουν την τωρινή της μεταμόρφωση να τους τσακίζει τον πυρήνα του λόγου για τον οποίο τέθηκαν εξ αρχής κάτω από την ομπρέλα της, αρχίζουν να την εγκαταλείπουν με οργισμένες ματιές. Αφού οι (πολιτικοί και διανοητικοί) εκπρόσωποι του ιερού Κέντρου συνεχίζουν να αρνούνται να φορέσουν τα οραματικά και κοσμοσυγκρουσιακά γυαλιά εμμένοντας σε κάποιον «διάλογο των σοφών» που ξέρουν τους αποκωδικοποιημένους κοινωνικοϊστορικούς νόμους (των «τελειωμένων» κρίσεων) καλύτερα, καθώς και στην απουσία (καθ)ορισμένου Εχθρού, πυρωμένες εμβαθύνσεις κι αναζητήσεις των «άστεγων» θα δυναμώνουν ολοένα. Η λέξη κρίση εμπεριέχει την έννοια του «κρίνειν» και του «κρίνεσθαι» δηλαδή είναι το σιδηρότευκτο τεστάρισμα της αποδοτικότητας και της προοπτικής ενός μοντέλου ύπαρξης. Όμως κρίση στη γλώσσα μας σημαίνει και Απόφαση, βουλησιαρχική ανάγνωση της έννοιας του Ηγέτη και άρα σμιτιανό διαχωρισμό Εχθρού-Φίλου ως πολιτικής απαρχής, ένα δεδομένο το οποίο ο φιλοέκφυλος κεντροφιλελεύθερος μισεί κι απωθεί με κάθε του κύτταρο.
Δεδομένου λοιπόν πως η «υπαρκτή Αριστερά» (με οριακή εξαίρεση το ΚΚΕ το οποίο διατηρείται εν πολλοίς αμόλυντο από τα ροζ ρεύματα και τους κηδεμόνες τους για τον λόγο όμως ότι παραμένει «μια ταμπέλα με κάποιους καλογήρους» όπως είπε σκωπτικά ο Τάκης Λαζαρίδης στην Καθημερινή) έχει πλήρως αλεστεί στην κυρίαρχη, νεοφιλελεύθερη αντίληψη του «ανθρώπου-επιχείρηση» και βρίσκεται να λούζει με εύηχους μα κενούς χαρακτηρισμούς, ομοίως με τον κεντρώο, όποιον τη θέτει σε αμφισβήτηση, ο κλήρος πέφτει σε εμάς. Οι ελιτιστές κεντροφιλελεύθεροι και οι ριζοσπαστικές δικαιωματιστικές βαλβίδες τους πλησιάζουν διαρκώς σε ξιπασιά την ξεπεσμένη γαλλική αριστοκρατία των δεκαετιών πριν το 1789 που καμάρωνε για τον πολεμιστή-πρόγονο της αλλά απείχε παρασάγγας από το δημιουργικό και αυτοθυσιαστικό ύψος που η κοινωνία της ζητούσε να βρίσκεται, εξοργίζοντάς την. Ο εθνικισμός είναι που, πορευόμενος ανάμεσα σε πραγματικά, καλούμενα και δήθεν αναστηλωμένα ερείπια θα υφάνει στο σήμερα το λάβαρο της κατάλληλης υπαρξιακής και πολιτικής κίνησης για τον ερχομό της αψευδαίσθητης αναγέννησης των λαών της Ευρώπης.
Αλέξανδρος Βασιλόπουλος
No Comments